συνθύω

συνθύω
Α [θύω (Ι)]
προσφέρω θυσία μαζί με κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνθῦσαι — συνθύω offer sacrifice together aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντεθύκατε — συνθύω offer sacrifice together perf ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθυόντων — συνθῡόντων , συνθύω offer sacrifice together pres part act masc/neut gen pl συνθῡόντων , συνθύω offer sacrifice together pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθύουσιν — συνθύ̱ουσιν , συνθύω offer sacrifice together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνθύ̱ουσιν , συνθύω offer sacrifice together pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέθυον — συνέθῡον , συνθύω offer sacrifice together imperf ind act 3rd pl συνέθῡον , συνθύω offer sacrifice together imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθυε — σύνθῡε , συνθύω offer sacrifice together pres imperat act 2nd sg σύνθῡε , συνθύω offer sacrifice together imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • συνθύτης — και βοιωτ. τ. συνθύτας και σουνθύτας, ὁ, Α [συνθύω] 1. αυτός που μετέχει σε κοινή θυσία 2. θεωρός* («θεωροὶ οἱ τὰς θυσίας ἀπάγοντες εἰς τὰ κοινὰ ἱερὰ καὶ τὰ μαντεῑα Ἀττικοί, θεαταὶ ἤ συνθύται Ἕλληνες», Μοιρ.) 3. ιερέας και συλλειτουργός («οἱ… …   Dictionary of Greek

  • ξυνθύσας — ξυνθύ̱σᾱς , συνθύω offer sacrifice together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεθύομεν — συνεθύ̱ομεν , συνθύω offer sacrifice together imperf ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”